Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τοῦ Ἀγησιλάου

См. также в других словарях:

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • Δερκυλίδας — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος. Το όνομά του αναφέρεται για πρώτη φορά στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν, με εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, βοήθησε τις πόλεις Άβυδο και Λάμψακο να αποστατήσουν από… …   Dictionary of Greek

  • Νεκτανεβώ — Όνομα δύο φαραώ της Αιγύπτου. 1. Ν. ο Α’ (4ος αι π.Χ.). Αρχικά πρίγκιπας της Σεβενίτης, πόλης του Δέλτα και στη συνέχεια βασιλιάς. Είχε προβλέψει την επίθεση των Περσών και είχε καλέσει από την Αθήνα τον Χαβρία, που τον βοήθησε να οχυρώσει το… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτούσσα — I Αρχαία πόλη της Πελασγιώτιδας στη Θεσσαλία, ανάμεσα στις Φερές και στα Φάρσαλα και από τις πιο αξιόλογες της περιοχής κατά τους 5o και 4o αι. π.Χ. Το ιππικό της θεωρούνταν από τα καλύτερα της περιοχής και με αυτό πολέμησε το 394 π.Χ. εναντίον… …   Dictionary of Greek

  • Σπιθριδάτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης υποτελής του σατράπη της Φρυγίας Φαρνάβαζου. Μετά τη νίκη του Αγησίλαου κατά του Φαρνάβαζου, το 395 π.Χ., πείστηκε από το Λύσανδρο να προσχωρήσει στους Έλληνες. 2. Πέρσης σατράπης της Λυδίας και της Ιωνίας. Στη …   Dictionary of Greek

  • Απελλάς — (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τα Μέγαρα. Καταγόταν από οικογένεια γνωστών καλλιτεχνών. O πατέρας του, Καλλικλής, ήταν επίσης γλύπτης, ενώ ο παππούς του, Θεόκοσμος, υπήρξε σύγχρονος και συνεργάτης του Φειδία. Γνωστό έργο του Α. ήταν ένα σύμπλεγμα… …   Dictionary of Greek

  • Κινάδων — (4ος αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης πολιτικός. Ηγήθηκε μιας συνωμοσίας η οποία είχε σκοπό την παραχώρηση ίσων πολιτικών δικαιωμάτων στους είλωτες και στους περιοίκους, κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Αγησίλαου B’. Η ενέργεια αυτή αποτελούσε την πρώτη …   Dictionary of Greek

  • Κυνίσκα — (τέλη 5ου – μέσα 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτισσα ευγενής. Ήταν κόρη του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου A’ και αδελφή του Αγησίλαου. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα της εποχής της που ασχολήθηκε με την ιππασία. Παρακινημένη από τον Αγησίλαο, συμμετείχε στους… …   Dictionary of Greek

  • Πείσανδρος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος δημαγωγός, που το 411 π.Χ. πρωτοστάτησε στη μεταβολή του πολιτεύματος στην Αθήνα. Ζητούσε να γίνει μία βουλή Τετρακοσίων, αλλά η μεταρρύθμιση αυτή δεν κράτησε παρά λίγους μήνες μόνο, και ο Π.… …   Dictionary of Greek

  • Σάρδεις — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στη συμβολή του Πακτωλού και του Έρμου. Ασφαλείς πληροφορίες για την πόλη έχουμε από τότε που έγινε πρωτεύουσα του λυδικού κράτους, και με ακρίβεια χρονολογείται στο 652 η καταστροφή της από τους Κιμμέριους.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»